αγεωργητος

αγεωργητος
    ἄγεώργητος
    ἄ-γεώργητος
    2
    невозделанный Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγεωργητος" в других словарях:

  • ἀγεώργητος — uncultivated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγεώργητος — η, ο (Α ἀγεώργητος, ον) ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γεωργῶ. ΠΑΡ. ἀγεωργησία] …   Dictionary of Greek

  • αγεώργητος — η, ο ακαλλιέργητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγεωργήτως — ἀγεώργητος uncultivated adverbial ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεώργητον — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc sg ἀγεώργητος uncultivated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωργήτοις — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωργήτου — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωργήτους — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωργήτων — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωργήτῳ — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεώργητα — ἀγεώργητος uncultivated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»